11.8.2021
Το αλογάκι πέρασε
μέσα από την καυτή ανάσα της φωτιάς. Συνέχισε να περπατάει τρεκλίζοντας.
Συνέχισε να κοντανασαίνει με πείσμα. Τώρα σέλα του ήταν ο πόνος και αναβάτης ο
Χάρος. Με ένα δρεπάνι θέριζε του Αυγούστου ψυχοπονιάρικα δέντρα. Οι άντρες που
αναγνώρισαν το θέαμα λακίσανε στην παραλία της Αγίας Άννας. Κάναν τις φούχτες
τους βάρκες για να διασώσουν τα δάκρυα της Εύβοιας. Σειρήνες και ντουντούκες
καλούσαν όσους αποξεχάστηκαν να παρακολουθούν την καύση των σπιτιών. Έπρεπε να
αποφύγουν τη διαδρομή του αλόγου της φρίκης, να αποφύγουν την έλξη να χτενίσουν
την πορφυρή γενειάδα της φωτιάς με το χτένι των δακτύλων. Το αλογάκι μοναχό του
κατέβηκε κι αυτό αδύναμο και αποκαμωμένο στην αμμουδερή παραλία. Είπε «θέλω
νερό» και η θάλασσα του έδωσε ξύδι. Είπε «πεινώ» και η γη του έδωσε καμένα
βούρλα. Είπε «καιρός να αλλάξω ταυτότητα και από άτι των δασών να γίνω
ιππόκαμπος των υδρόβιων ονείρων». Βυθίστηκε μέσα στη λησμονιά του Αυγούστου ως
παράλογος φορέας ασχημοσύνης. Οι άνθρωποι κοιμήθηκαν για άλλη φορά στη μέση του
δρόμου βάζοντας για ξυπνητήρι έναν ασύρματο με τον πρώτο λόγο του αρχιπύραρχου
των λαγών. Κορόνα-γράμματα θα παιζόταν η φωτιά. Αν φύσαγε προς τη μεριά των
καμένων, ευχής έργο. Αν έβρεχε θα το ονόμαζαν όνειρο ζωής και αναπάντεχη
ευλογία. Η πραγματικότητα ήρθε σαν σάκος αντιπλημμυρικών έργων δεμένος πάνω στο
μεταγωγικό γαϊδουράκι της κυβέρνησης. Δε φύσηξε εν τέλει προς τη μεριά των
καμένων και η βροχή η τόσο ευλογημένη έπεσε σα μπόρα σε τόπους μακρινούς που η
βροχή ήταν αχρείαστη ανάγκη. Η καμένη ελευθερία της ψυχής είπαν θα γινόταν
αναδάσωση στα οικόπεδα με δέντρα-ανεμογεννήτριες.