Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Το σωστό μωρό - Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

Κυριακή, 1/8/2021 Από τις δύο το βράδυ την είχαν επισκεφτεί οι πόνοι. Επίμονοι για ένα-δύο λεπτά, ύστερα υποχωρούσαν. Εκείνη δε γνώριζε ότι την είχαν πιάσει οι πόνοι της γέννας. Από διαίσθηση, όμως, σηκώθηκε κι άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματά της για τον γιατρό. Έκανε την προσευχή της. Πότιζε τα λουλούδια. Άπλωνε το νυχτερινό πλυντήριο. Έπλενε τα πιάτα. Ξανάβαζε μέσα στο βαλιτσάκι κάποια πράγματα που είχε ξεχάσει βγάζοντας κάποια άλλα που τώρα της φαινόντουσαν περιττά, όπως μια δεύτερη οδοντόβουρτσα ή ένα βιβλίο της Τζέιν Όστιν. Στις 3.30 το πρωί η κατάσταση ήταν αφόρητη. Πλέον οι σπασμοί έρχονταν πιο συχνά. Έπρεπε να ξαπλώσει στον καναπέ για να ηρεμήσει, Τον άντρα της τον ξύπνησε στις 3.50. Πόναγε τρομερά, θα του ψιθύριζε στο αυτί. Εκείνος σηκώθηκε αλαφιασμένος. Ήξερε ότι θα γένναγε δέκα μέρες μετά. Ο γιατρός την είχε εξετάσει πριν οχτώ ώρες. Το παιδί ήταν πολύ ψηλά, δεν ήθελε να βγει τους είχε πει. Τώρα, εκείνη σφάδαζε, πάνω στο μαξιλάρι της κοιλιάς. Ο άντρας κάλεσε τους κοντινούς συγγενείς δίνοντάς τους οδηγίες να αλληλοειδοποιηθούν και να μην τον καλούν στο τηλέφωνο. Κάλεσε τους αδερφούς του. Ο ένας βρισκόταν εκεί κοντά, θα ερχόταν συνοδεία. Ο τρίτος αδερφός ήταν στα καράβια και βρισκόταν στα ανοιχτά μεταξύ Εύβοιας και Θεσσαλονίκης. Την έγκυο την ανέβασαν τα δυο αδέρφια στα πίσω καθίσματα του υπερυψωμένου τζιπ. Με χίλιους κόπους σκαρφάλωσε πάνω στα σκαλιά. Ήταν σαν πρησμένη ελεφαντίνα. Φόραγε ένα πορτοκαλί φόρεμα, που το χρησιμοποιούσε στα καλοκαιρινά μπάνια. Ωστόσο, φέτος δεν πήγε στην παραλία λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης. Η μυκητίαση από την άμμο ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο για την κατάστασή της και καλό ήταν να αποφεύγονται τα δροσιστικά μπάνια για παν ενδεχόμενο. Φτάσανε σαν τρελοί στο λιμάνι. Η έγκυος πίσω ούρλιαζε και βόγκαγε. Το παιδί από μέσα έσπρωχνε όσο δυνατά μπορούσε ψηλά πάνω στην κοιλιά για να χαμηλώσει το κεφάλι χαμηλά κάτω στα αχαμνά της μάνας. Έσπρωχνε με τέτοιο πείσμα και θέληση για γέννηση που η κοιλιά κόντευε να εκραγεί. Η μάνα ούρλιαζε σαν σειρήνα. Το φέρι μποτ ξεκίνησε τρελή κούρσα με το που άκουσαν να δίνει παράγγελμα ο έντρομος πατέρας: -«Λύστε τα σκοινιά και βάλτε μπρος, η γυναίκα μου γεννάει. Προλαβαίνετε-δεν προλαβαίνετε να την πάτε μέχρι απέναντι.» Κι όντως το φέρι μποτ έλυσε και πήγε με γκάζια. Μέσα σε έξι με επτά λεπτά είχε κάνει μια διαδρομή είκοσι λεπτών Σαλαμίνα-Πέραμα. Μέσα στο φέρι μποτ η γυναίκα συνέχισε να σφαδάζει. Ξαφνικά άκουσε νερά να πέφτουν από τα πόδια της σαν βρύση. Είχε ζητήσει να κλείσουν τη μουσική και τα κινητά και να μη μιλάν δίπλα της. Ήταν μια καθόλα φρικτή νύχτα αν εξαιρέσεις το χαρμόσυνο γεγονός της επικείμενης γέννας. ~ Είχε γεννήσει στις 7.15. Ο γιατρός το ανακοίνωσε με επισημότητα στην ομάδα του, ακουμπώντας το ήρεμο μωρό στο στήθος της γυναίκας. Η γυναίκα έκπληκτη το κοίταζε στα μάτια. ~ Στις 10.00 που συνήλθε από τη νάρκωση η λεχώνα, αναζήτησε να της φέρουν το παιδί. Τα βρέφη είχαν συγκεντρωθεί όλα σε μια σάλα με θερμοκοιτίδες. Ούρλιαζαν όλα μαζί ταυτόχρονα ξελαρυγγιασμένα και τρελά το ένα ενθαρρύνοντας το άλλο και όλα μαζί γυρεύοντας τη μαμά τους. Ήταν περίπου σαράντα μωρά και τσίριζαν κατακόκκινα κουνώντας τα χέρια τους σινιάλο στις νοσοκόμες, όμως κανένας δεν τα πρόσεχε, ήταν ολομόναχα στην αίθουσα νεογνών. ~ Όταν ο γιατρός ήρθε να πάρει το αγοράκι, το μπέρδεψε με το παιδί του κωδικού 254811. Αντί να διαβάσει το έντεκα, διάβασε 25484. Αφού πήρε το λάθος μωρό, πήγε και το οδήγησε στη λάθος μάνα. Όταν της ήρθε το αλλαγμένο μωρό, το αισθάνθηκε κατευθείαν. Έκανε όμως μία παράξενη σκέψη. Αν της είχε πεθάνει το μωρό δε θα ήθελε να επιστρέψει με άδεια αγκαλιά. Έτσι, παρέμεινε σιωπηλή και ελαφρώς θλιμμένη. Φυσικά, δεν το κατάλαβε από όσα έβλεπε, αλλά από όσα ένοιωθε. Το ένοιωθε ξένο και διαφορετικό. Δεν άφησε όμως να φανεί κάτι στον γιατρό και στη μαία που τη φρόντιζε για να μη στεναχωρηθεί. Ο γιατρός εκείνη τη στιγμή την ενημέρωνε ότι ίσως το επόμενο διάστημα να βιώσει θλίψη ή και κατάθλιψη ακόμα. Θα ήταν φυσιολογικό της εξηγούσε. Η μάνα έκανε σαν να μην την αφορά το θέμα και πρόταξε το στήθος να ταΐσει το παιδί. Όταν ήρθε μετά από ώρα η Κυρία Προϊσταμένη, την ρώτησε πλησιάζοντας έντονα το πρόσωπό της αν όλα ήταν καλά. Φυσικά και δεν ήταν όλα καλά ούτε καν καλά. Τι να έλεγε με ξένο παιδί στο στήθος. Αρνήθηκε ξανά να παραδεχτεί κάτι. Η ταυτότητα από το πόδι του παιδιού είχε εξαφανιστεί. Δεν ήξερε η λεχώνα αν έπεσε από μόνη της ή αν την έκοψε εκείνη από φόβο να μην της πάρουν το παιδί. Ρώτησε μάλιστα με τρόπο τις άλλες λεχώνες για το νούμερο που είχαν οι ταυτότητες των παιδιών τους. Όλες την κοιτούσαν με απορία. Α, τους εξηγούσε, μάλλον η νάρκωση θα έφταιγε για να την κλείσουν από κάτω με ράμματα. Ύστερα, έκανε ότι δεν την ένοιαζε και γύρναγε να θηλάσει το μωρό από το λάθος βυζί. Βολεύτηκε καλύτερα πάνω στον δεξί αγκώνα και αναγνώρισε στο προσωπάκι του μωρού την ανάγκη να αγαπηθεί από μια μάνα. Τις επόμενες ώρες ή μέρες, άκουσε αναστάτωση και κλάματα συγγενών στον διάδρομο. Σκέφτηκε ότι κάποιος είχε χάσει το μωρό του ή κάποιο παιδί θα πέθανε. Θα έλεγε «ευτυχώς, όχι το δικό μου» αλλά και πάλι δε μπορούσε με σιγουριά να το πει κρατώντας ένα ξένο μωρό στην αγκαλιά της. Κι έτσι μετά το εξιτήριο, το ζεύγος επέστρεψε στο νησί του και βάλαν το λάθος μωρό στην σωστή κούνια, στη σωστή γειτονιά και κοινωνία. «Υπήρχαν άλλα εγκλήματα πιο δυνατά» συλλογίστηκε η μάνα χαϊδεύοντας την απαλή πλατούλα του μωρού. Και με αυτόν τον παράδοξο τρόπο και τη συλλογιστική του συμβιβασμού η μάνα πίεσε τον εαυτό της να ξεχάσει εκείνο το αγαπημένο προσωπάκι που κράτησε και φίλησε ματωμένο μετά τη γέννα. Αλλά που και πως; Κάθε μέρα σαν εφιάλτης της ερχόταν στον ύπνο το σωστό μωρό.

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΦΑΙΡΕΣ / THE VERSES ARE BULLETS - Θοδωρής Βοριάς / Thodoris Vorias

  [ζ΄] Πρὶν μ’ ἐκτελέσετε μὲ κοιτάζατε στὰ μάτια. Περιμένατε ἕνα νεῦμα μου ἀνεπαίσθητο. Εἴχατε ἀνάγκη ἀπὸ μιὰν ἔγκριση. Μ’ ἕνα μονάχα νεῦμα ...